- γρύφονας
- γρύφος, γρύψ (γεν. γρυπός) ο миф грифон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρυψ — (γρυπός), ο και γρύφονας και γρύφος (AM γρύψ, Μ και γρύψος) 1. μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού 2. γυπαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρυπός] … Dictionary of Greek